- υδροδοχείο
- το / ὑδροδοχεῑον, ΝΜΑ [ὑδροδόχος]δοχείο νερούνεοελλ.μικρό φορητό δοχείο νερού, το οποίο χρησιμοποιούν στρατιώτες, κυνηγοί, εκδρομείς κ.ά., κν. παγούρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροδοχείο — το 1. δοχείο νερού. 2. μικρό φορητό δοχείο νερού, που χρησιμοποιούν οι στρατιώτες, οι κυνηγοί, οι εκδρομείς κ.ά., το παγούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων … Dictionary of Greek
νεροκανάτα — η 1. επιτραπέζιο σκεύος για νερό, υδροδοχείο. 2. μτφ., άνθρωπος που πίνει πολύ νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεροκολοκύθα — νεροκολοκύθα, η και νεροκολόκυθο, το ο καρπός της νεροκολοκύθας, που το σκληρό του κέλυφος γίνεται άντλημα, υδροδοχείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)